- μετανιπτρίς
- μετανιπτρίςcup drunk after washing the handsfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετανιπτρίς — μετανιπτρίς, ίδος, ἡ (Α) κύπελλο από το οποίο έπιναν οι συνδαιτυμόνες, αφού έπλεναν τα χέρια τους μετά το γεύμα ή το δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετάνιπτρον + κατάλ. ίς (πρβλ. επι νιπτρίς)] … Dictionary of Greek
μετανιπτρίδα — μετανιπτρίς cup drunk after washing the hands fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετανιπτρίδ' — μετανιπτρίδα , μετανιπτρίς cup drunk after washing the hands fem acc sg μετανιπτρίδι , μετανιπτρίς cup drunk after washing the hands fem dat sg μετανιπτρίδε , μετανιπτρίς cup drunk after washing the hands fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάνιπτρον — μετάνιπτρον, τὸ (Α) η μετανιπτρίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + + νίπτρον (< νίπτω «πλένω»), πρβλ. ποδό νιπτρον] … Dictionary of Greek